Στο πλαίσιο της ετήσιας συζήτησης για την κατάσταση της Ένωσης, οι ευρωβουλευτές έθεσαν ερωτήματα στην πρόεδρο της Επιτροπής von der Leyen σχετικά με τις πιο άμεσες προκλήσεις της ΕΕ.
Η πρόεδρος της Επιτροπής ξεκίνησε τη δεύτερη ομιλία της θητείας της για την κατάσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης τονίζοντας ότι, αντιμέτωποι με τη μεγαλύτερη παγκόσμια κρίση στον τομέα της υγείας για έναν αιώνα, τη βαθύτερη παγκόσμια οικονομική κρίση εδώ και δεκαετίες και τη σοβαρότερη πλανητική κρίση στην ιστορία, «επιλέξαμε να ενεργήσουμε μαζί, ως ενιαία Ευρώπη, και μπορούμε να είμαστε περήφανοι γι’ αυτό».
Τόνισε ότι η Ευρώπη συγκαταλέγεται μεταξύ των παγκόσμιων ηγετών όσον αφορά τα ποσοστά εμβολιασμού, παρότι μοιράζεται το ήμισυ της παραγωγής εμβολίων της με τρίτες χώρες σε αντίθεση με άλλες χώρες στην κορυφή της ίδιας λίστας. Τώρα, προτεραιότητα αποτελεί η επιτάχυνση του παγκόσμιου εμβολιασμού, η συνέχιση των προσπαθειών στην Ευρώπη και η καλή προετοιμασία για μελλοντικές πανδημίες.
Όσον αφορά το μέλλον, σημείωσε ότι η ψηφιακή τεχνολογία είναι το κρίσιμο ζήτημα της εποχής μας και εξήγγειλε μια νέα ευρωπαϊκή πράξη για τα μικροτσίπ, η οποία θα συγκεντρώσει τις παγκόσμιας κλάσης ικανότητες έρευνας, σχεδιασμού και δοκιμών της Ευρώπης και θα συντονίσει τις ενωσιακές και εθνικές επενδύσεις στον τομέα των ημιαγωγών.
Όσον αφορά την κλιματική αλλαγή, κατέστησε σαφές ότι «δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για αμφιβολίες: η κλιματική αλλαγή προκαλείται από τον άνθρωπο, άρα μπορούμε να κάνουμε κάτι γι’ αυτήν». Τόνισε ότι, με την Πράσινη Συμφωνία, η ΕΕ ήταν η πρώτη μεγάλη οικονομία που παρουσίασε ολοκληρωμένη νομοθεσία στον τομέα αυτό και υποσχέθηκε να διπλασιάσει την εξωτερική χρηματοδότηση προς τις αναπτυσσόμενες χώρες για τη βιοποικιλότητα, αφιερώνοντας επιπλέον 4 δισ. ευρώ για το κλίμα έως το 2027, ώστε να στηριχθεί η πράσινη μετάβασή τους.
Μιλώντας για την εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας, ζήτησε μια ευρωπαϊκή πολιτική άμυνας στον κυβερνοχώρο και μια νέα ευρωπαϊκή πράξη για την ανθεκτικότητα στον κυβερνοχώρο και ανακοίνωσε τη διεξαγωγή Συνόδου Κορυφής για την ευρωπαϊκή άμυνα υπό τη Γαλλική Προεδρία.
Ο Manfred WEBER (ΕΛΚ, Γερμανία) επεσήμανε τις κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες της κρίσης COVID-19 και δήλωσε ότι η Ευρώπη πρέπει επειγόντως να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας, μεταξύ άλλων στον τομέα της υγείας, όπου η ΕΕ είναι παγκόσμιος ηγέτης στην παραγωγή εμβολίων. Ζήτησε ένα εμπορικό πρόγραμμα έκτακτης ανάγκης μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ για τους τομείς των μεταφορών και της ψηφιακής τεχνολογίας, καθώς και ένα σχέδιο για τη μείωση της γραφειοκρατίας. Η ευρωπαϊκή άμυνα θα πρέπει να ενισχυθεί με μια δύναμη ταχείας αντίδρασης, και η Europol να μετατραπεί σε ευρωπαϊκό FBI, κατέληξε.
Η Iratxe GARCÍA (Σοσιαλιστές, Ισπανία) αξιολόγησε θετικά την αντιμετώπιση της πανδημίας από την ΕΕ και τις συνέπειές της: «Το 70% του πληθυσμού έχει εμβολιαστεί, η ελεύθερη κυκλοφορία αποτελεί και πάλι πραγματικότητα και τα κονδύλια του NextGenerationEU διανέμονται ήδη». Η μετάβαση προς μια πράσινη οικονομία βρίσκεται επίσης σε καλό δρόμο, πρόσθεσε, αλλά «δεν κάναμε αρκετά για να διασφαλίσουμε την ευημερία των πολιτών», επισημαίνοντας ότι η κρίση έχει επιδεινώσει τις ανισότητες και έχει πλήξει περισσότερο τους πλέον ευάλωτους.
Ο Dacian CIOLOŞ (Renew, Ρουμανία) διαμαρτυρήθηκε για το γεγονός ότι πολύ συχνά η Επιτροπή εμπλέκεται σε «διπλωματικές επαφές» με το Συμβούλιο αντί να συμμετέχει στη χάραξη πολιτικής με το Κοινοβούλιο. Τονίζοντας ότι οι ευρωπαϊκές αξίες αποτελούν τα θεμέλια της Ένωσής μας, κάλεσε την Επιτροπή να αρχίσει να χρησιμοποιεί τον μηχανισμό της ΕΕ για την προστασία του προϋπολογισμού από παραβιάσεις του κράτους δικαίου (που βρίσκεται σε ισχύ για σχεδόν ένα έτος αλλά ακόμα δεν έχει τεθεί σε εφαρμογή) προκειμένου να σταματήσει η χρηματοδότηση ανελεύθερων κυβερνήσεων σε πολλά μέρη της Ευρώπης, όπου η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης διαβρώνεται, οι δημοσιογράφοι δολοφονούνται και οι μειονότητες υφίστανται διακρίσεις.
Ο Philippe LAMBERTS (Πράσινοι, Βέλγιο) ζήτησε περισσότερη φιλοδοξία για το κλίμα, δηλώνοντας «Ταχύτερα, υψηλότερα, δυνατότερα: είναι πλέον καιρός να εφαρμόσουμε τους ολυμπιακούς στόχους στις προσπάθειές μας για διάσωση του πλανήτη». Ζήτησε επίσης αλλαγές στα φορολογικά συστήματα και στα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης προκειμένου να διασφαλιστεί αξιοπρεπής διαβίωση για όλους. Όσον αφορά την εξωτερική πολιτική, ο Lamberts επεσήμανε ότι μόνο με την από κοινού διαχείριση της κρατικής κυριαρχίας θα μπορούσε η ΕΕ να καταστεί δύναμη «βαρέων βαρών» στην παγκόσμια σκηνή, και κατέστησε σαφές ότι μια «Ευρώπη Φρούριο» δεν θα γίνει ποτέ σεβαστός γεωπολιτικός παράγοντας. Τέλος, εξέφρασε τη λύπη του για το γεγονός ότι η κύρια ανησυχία των χωρών της ΕΕ για το Αφγανιστάν είναι να αποτραπεί η πρόσβαση οποιοδήποτε Αφγανού σε ευρωπαϊκό έδαφος.
Οι πολίτες της ΕΕ δεν χρειάζονται «περίτεχνες ομιλίες», αλλά «θέλουν απλά να τους αφήσουμε ήσυχους», δήλωσε ο Jörg MEUTHEN (ID, Γερμανία). Επέκρινε τα σχέδια της Επιτροπής για «τεράστιες δαπάνες», όπως η Πράσινη Συμφωνία, το ταμείο ανάκαμψης, το πρόγραμμα «Fit for 55», τις οποίες οι πολίτες θα πρέπει τελικά να πληρώσουν. Προειδοποίησε για την αυξανόμενη γραφειοκρατία και εξέφρασε τη λύπη του για τη μετάβαση προς τη χρήση πράσινης ενέργειας, ζητώντας να αυξηθεί η παραγωγή πυρηνικής ενέργειας.
Ο Raffaele FITTO (Συντηρητικοί, Ιταλία) προειδοποίησε ότι «οι πόροι της NextGenerationEU από μόνοι τους δεν επαρκούν» και ζήτησε τη μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας. Ζήτησε επίσης την αλλαγή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις και μια πιο αυτόνομη εμπορική πολιτική. «Η περιβαλλοντική μετάβαση δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί χωρίς να ληφθούν υπόψη όσα συμβαίνουν στον κόσμο και ιδίως οι επιπτώσεις στο παραγωγικό μας σύστημα», πρόσθεσε. Όσον αφορά το κράτος δικαίου και την Πολωνία, κατήγγειλε την «πολιτική επιβολή της πλειοψηφίας που δεν σέβεται τις αρμοδιότητες των επιμέρους κρατών».
Σύμφωνα με τον Martin SCHIRDEWAN (Αριστερά, Γερμανία), η κα. von der Leyen συνεχάρη τον εαυτό της, αλλά δεν έδωσε απαντήσεις στα σημερινά προβλήματα. Απαίτησε να αφαιρεθεί η προστασία των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας από τα εμβόλια και εξέφρασε τη λύπη του για το γεγονός ότι οι 10 πλουσιότεροι δισεκατομμυριούχοι στην Ευρώπη αύξησαν περαιτέρω τις περιουσίες τους κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ενώ ταυτόχρονα ένα στα πέντε παιδιά στην ΕΕ μεγαλώνει σε συνθήκες φτώχειας ή αντιμέτωπο με τον κίνδυνο φτώχειας.