Το 2019, στην ΕΕ, το ποσοστό κινδύνου φτώχειας ήταν 23,0 % μεταξύ των ατόμων με «κακή» οικονομική κατάσταση στο νοικοκυριό τους όταν ήταν περίπου 14 ετών.
Το ποσοστό αυτό είναι κατά 9,6 εκατοστιαίες μονάδες υψηλότερο από το ποσοστό κινδύνου φτώχειας μεταξύ των ατόμων με «καλή» οικονομική κατάσταση στο παιδικό τους νοικοκυριό.
Οι πληροφορίες αυτές προέρχονται από στοιχεία που δημοσίευσε σήμερα η Eurostat σχετικά με τη διαγενεακή μετάδοση των μειονεκτημάτων από την ad hoc ενότητα «Στατιστικές ΕΕ για το εισόδημα και τις συνθήκες διαβίωσης» (EU-SILC).
Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τους τρέχοντες ενήλικες με κακή οικονομική κατάσταση στο παιδικό νοικοκυριό κυμαινόταν από 10,2 % στην Τσεχία έως 40,1 % στη Βουλγαρία.
Από την άλλη πλευρά, το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τους τρέχοντες ενήλικες με καλή οικονομική κατάσταση κυμάνθηκε από 5,9 % στην Τσεχία έως 16,6 % στην Ισπανία.
Σε όλα σχεδόν τα κράτη μέλη της ΕΕ, το ποσοστό κινδύνου φτώχειας ήταν υψηλότερο για τα άτομα που είχαν κακή οικονομική κατάσταση στο παρελθόν.
Οι μεγαλύτερες διαφορές καταγράφηκαν στη Βουλγαρία (27,6 ποσοστιαίες μονάδες διαφορά μεταξύ επισφαλών και καλών οικονομικών καταστάσεων στο παρελθόν), στη Ρουμανία (17,1 εκατοστιαίες μονάδες) και στην Ιταλία (14,8 εκατοστιαίες μονάδες).
Στο άλλο άκρο της κλίμακας, οι μικρότερες διαφορές καταγράφηκαν στη Λετονία (0,6 εκατοστιαίες μονάδες) και στην Αυστρία (0,7 εκατοστιαίες μονάδες), καθώς και στην Εσθονία (1,8 εκατοστιαίες μονάδες) και τη Φινλανδία (2,0 εκατοστιαίες μονάδες).
Στη Δανία, το ποσοστό κινδύνου φτώχειας μεταξύ των ατόμων που είχαν καλή οικονομική κατάσταση στο παρελθόν ήταν υψηλότερο από τα άτομα που είχαν κακή οικονομική κατάσταση.