Στον Εθνικό Κήπο, τον μεγαλύτερο αστικό πνεύμονα πρασίνου στο κέντρο της Αθήνας, πραγματοποιήθηκαν βελτιώσεις σε όλη του την έκταση αλλά και ανακαινίσεις στις υποδομές του με τη συγχρηματοδότηση της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αναλυτικά οι εργασίες
Αντικαταστάθηκε και συμπληρώθηκε το ιστορικό δίκτυο άρδευσης του Κήπου. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά σύνθετο σύστημα άρδευσης από υδραγωγούς, αυλάκια, και φρεάτια που προέρχεται από την εποχή της δημιουργίας του Κήπου, το οποίο λειτουργεί στο μεγαλύτερο κομμάτι του ως έχει μέχρι σήμερα. Αξίζει να αναφερθεί ότι ακόμα και σήμερα, το διαθέσιμο αρδευτικό νερό του Εθνικού Κήπου, προέρχεται κυρίως από το Πεισιστράτειο Υδραγωγείο και συμπληρώνεται από τέσσερις γεωτρήσεις και ενός πηγαδιού εντός του Κήπου.
Επιπρόσθετα, εκσυγχρονίστηκε και το υπό πίεση υπόγειο αρδευτικό δίκτυο, όπου μέσω του αντλιοστασίου και κατάλληλων υπόγειων σωληνώσεων, λειτουργεί συμπληρωματικά στο υπέργειο σύστημα για την άρδευση των παρτεριών και άλλων στοιχείων.
Ο Εθνικός Κήπος διαθέτει πλούσια χλωρίδα, η οποία έχει αυξημένες ανάγκες σε αρδευτικό νερό ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Το νέο δίκτυο άρδευσης θα μπορεί να εξυπηρετεί και την ταυτόχρονη λειτουργία πυροσβεστικών κρουνών εντός του Εθνικού Κήπου, εφοδιασμένων με πυροσβεστικές φωλιές.
Ανακατασκευάστηκαν όλοι οι διάδρομοι κίνησης των πεζών με βάση τις αρχές της ανθεκτικότητας, με τη χρήση σταθεροποιημένου χωμάτινου δαπέδου, όπως και στην αρχική του μορφή. Ειδικότερα, έγινε συντήρηση και αποκατάσταση των μονοπατιών, τα οποία παρουσίαζαν σημαντική διάβρωση, ιδιαίτερα στο Βόρειο τμήμα του Κήπου. Το ελικοειδές δίκτυο μονοπατιών του Κήπου είναι στρωμένο με φυσικά υλικά, τα οποία παρουσιάζουν μεγάλη υδατοπερατότητα. Τα χαρακτηριστικά αυτά διατηρήθηκαν και με την παράλληλη χρήση σύγχρονων υλικών, διασφαλίζουν τη σταθεροποίηση του χώματος των μονοπατιών. Το φυσικό ανάγλυφο και η φυσική υφή των έως τώρα χρησιμοποιούμενων υλικών διατηρήθηκαν στο ακέραιο.
Τα έργα των ηλεκτρολογικών και μηχανολογικών εγκαταστάσεων αποτελούν επίσης σημαντικό τμήμα του έργου «Αναβάθμιση του Εθνικού Κήπου». Σε αυτά περιλαμβάνονται η εγκατάσταση διακριτικού φωτισμού του περιβάλλοντος χώρου. Σύγχρονα φωτιστικά νέας τεχνολογίας αναβαθμίζουν το δικτύου ηλεκτροφωτισμού και μαζί με τους χαρακτηριστικούς φανοστάτες του Κήπου, αναδεικνύουν τις όμορφες γωνιές του. Επίσης, δημιουργήθηκε η απαραίτητη υποδομή, για την υπογειοποίηση των καλωδίων μεταφοράς ρευμάτων, προστατεύοντας έτσι τον Κήπο και αυξάνοντας την ανθεκτικότητα του.
Ιδιαίτερη φροντίδα δόθηκε από ομάδα εξειδικευμένων επιστημόνων στα σπάνια δέντρα του Κήπου.
Πρόκειται για ιστορικά δέντρα, ορισμένα από τα οποία, μάλιστα, ξεπερνούν τα 170 χρόνια ζωής και κάποια από αυτά, όπως οι ουασινγκτόνιες που υπάρχουν μέχρι σήμερα στην είσοδο της λεωφόρου Βασιλίσσης Αμαλίας, τις φύτεψε η ίδια η Βασίλισσα Αμαλία το 1842.
Παράλληλα, έμφαση δόθηκε στον εμπλουτισμό του φυτικού του κεφαλαίου του εμβληματικού Κήπου, με στόχο την ανανέωση του πληθυσμού των φυτών, αλλά και την ενίσχυση της βιοποικιλότητάς του.
Συνολικά έγιναν 22.188 φυτεύσεις κατά την περίοδο 2021-2023, οι οποίες περιλαμβάνουν 222 νέα δέντρα, 863 θάμνους, 3.509 συμπληρωματικές φυτεύσεις θάμνων σε φυτικές μπορντούρες, 4.382 πολυετή ποώδη φυτά, 13.154 εποχιακά φυτά και 58 αναρριχώμενα.
Έχει ήδη ολοκληρωθεί η μελέτη για την αποκατάσταση των ιστορικών κτιρίων και αυτό είναι το πρώτο σημαντικό βήμα για την ανακαίνιση και συντήρησή τους.
Ο Εθνικός Κήπος έχει χαρακτηριστεί ως ιστορικός τόπος “Χαρακτηρίζουμε ως ιστορικό τόπο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. δ και 16 του Ν. 3028/2002, τον Εθνικό Κήπο, Δ. Αθηναίων, Ν. Αττικής, (…) ως χαρακτηριστικός και ομοιογενής χώρος, που εμπεριέχει αξιόλογα κτίρια, κατασκευές και διαμορφώσεις μεταγενέστερες του 1830, διότι πρόκειται για ένα μοναδικό στην χώρα μας και ιδιαίτερα αξιόλογο παράδειγμα αρχιτεκτονικής τοπίου με βάση τις αρχές του ευρωπαϊκού σχεδιασμού του 19ου αιώνα και με ιδιαίτερο βοτανολογικό ενδιαφέρον.
Αποτελεί τόπο στον οποίο έχουν αποτυπωθεί διαδοχικές εξελικτικές φάσεις τής νεότερης ιστορίας των Αθηνών και έχει άρρηκτα συνδεθεί στην συλλογική μνήμη των κατοίκων τής πόλης με σημαντικές καμπές τής ιστορίας του ελληνικού κράτους καθώς και με την καθημερινή ζωή τους.