Η γνώση ξένων γλωσσών αποτελεί βασικό εργαλείο για τις πολιτιστικές ανταλλαγές. Είναι ευρέως γνωστό ότι οι δεξιότητες αυτές απαιτούνται και ενθαρρύνονται σε πολλούς χώρους εργασίας και ότι μπορούν να διευκολύνουν την επικοινωνία σε διάφορα άλλα πλαίσια.
Το 2019, το 59 % των μαθητών της ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σπούδασε δύο ή περισσότερες ξένες γλώσσες στην ΕΕ. Σε όλες τις χώρες της ΕΕ, όλοι οι μαθητές της ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σπούδασαν δύο ή περισσότερες ξένες γλώσσες στο Λουξεμβούργο και τη Γαλλία.
Η Εσθονία, η Ρουμανία, η Τσεχία και η Φινλανδία είχαν επίσης μεγάλο ποσοστό σπουδαστών που σπουδάζουν δύο ή περισσότερες γλώσσες (όλες 99 %), ακολουθούμενες στενά από τη Σλοβακία (98 %), την Κροατία (95 %) και τη Σλοβενία (92 %).
Αντίθετα, στην Ελλάδα, μόνο το 1% των σπουδαστών της ανώτερης δευτεροβάθμιας γενικής εκπαίδευσης σπούδασε δύο ή περισσότερες ξένες γλώσσες το 2019. Χαμηλά ποσοστά διδασκόντων γλωσσών καταγράφηκαν επίσης στις εξής χώρες: Πορτογαλία (6 %), Ιρλανδία (12 %), Ιταλία (25 %) και Ισπανία (27 %).
Το 2019, η αγγλική ήταν η πιο συχνή ξένη γλώσσα στην ανώτερη δευτεροβάθμια γενική εκπαίδευση στην ΕΕ, με το 96 % των μαθητών να την μαθαίνουν.
Η ισπανική κατατάχθηκε στη δεύτερη θέση (26 %), ακολουθούμενη από τη γαλλική (22 %), τη γερμανική (20 %) και την ιταλική (3 %). Επιπλέον, η ρωσική γλώσσα ήταν η γλώσσα εκτός ΕΕ που διδάσκεται συχνότερα στην ΕΕ (3 %), ιδίως στην Εσθονία (68 %) και στη Λετονία (57 %), ακολουθούμενη από τη Λιθουανία (30 %) και τη Βουλγαρία (24 %).