Την ανάγκη συνεργειών μεταξύ του Ταμείου Ανάκαμψης και της πολιτικής συνοχής, υπογράμμισαν ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής των Περιφερειών, Απόστολος Τζιτζικώστας και η επίτροπος για τη Συνοχή και τις Μεταρρυθμίσεις, Ελίζα Φερέιρα, κατά τη συνέντευξη Τύπου με την οποία άρχισε η φετινή Εβδομάδα των Δήμων και των Περιφερειών.
Ο κ. Απόστολος Τζιτζικώστας ανακοίνωσε πως την τρέχουσα εβδομάδα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Περιφερειών θα εκδώσει το δεύτερο περιφερειακό και τοπικό Βαρόμετρο, που εγείρει, όπως είπε, σοβαρές ανησυχίες για την κατάσταση των περιφερειών και των πόλεων.
Ευρωβαρόμετρο: Αυτά είναι τα βασικά σημεία για τις περιφέρειες και τους δήμους της ΕΕ.
Η αναλυτική έκθεση μετρά τον αντίκτυπο της πανδημίας στις περιφέρειες, τις πόλεις και τα χωριά της ΕΕ, παρέχοντας βασικά πορίσματα, στοιχεία και αριθμούς σχετικά με τις οικονομικές, κοινωνικές, υγειονομικές και ψηφιακές συνέπειές της.
Στο πρώτο κεφάλαιο του Βαρόμετρου καταγράφεται κενό ύψους 180 δισ. ευρώ του προϋπολογισμού που «θέτει σε κίνδυνο τα περιφερειακά και τα τοπικά οικονομικά», όπως αναφέρεται.
Ειδικότερα, σημειώνεται ότι το 2020, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης σε ολόκληρη την Ευρώπη βίωσαν αύξηση δαπανών κατά περίπου 125 δισ. ευρώ – λόγω των σχετικών με την πανδημία μέτρων – και μείωση εσόδων της τάξης των 55 δισ. ευρώ, κυρίως λόγω περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας και συρρίκνωσης των εσόδων από φόρους, δασμούς και τέλη.
Αυτό το «άνοιγμα της ψαλίδας» μεταφράζεται σε κενό ύψους σχεδόν 180 δισ. ευρώ στα οικονομικά, με απώλεια ανερχόμενη σε 130 δισ. για το περιφερειακό και το ενδιάμεσο επίπεδο και σε 50 δισ. για το δημοτικό επίπεδο.
Σύμφωνα με το Βαρόμετρο, οι γερμανικοί ΟΤΑ είναι με διαφορά αυτοί που επλήγησαν περισσότερο σε απόλυτες τιμές (-111 δισ.) ακολουθούμενοι από τους ιταλικούς (-22,7 δισ.) και τους ισπανικούς (-12,3 δισ.).
Οι απώλειες ως ποσοστό των συνολικών εσόδων ήταν υψηλότερες για τους ΟΤΑ της Κύπρου (-25%), της Βουλγαρίας (-15,3%) και του Λουξεμβούργου (-13,5%).
Στην Ελλάδα καταγράφηκαν απώλειες -120 εκατ. ευρώ, ενώ επίσης είναι μεταξύ των περιφερειών της ΕΕ, όπως η Ιταλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία, που είχαν την υψηλότερη αρνητική ευαισθησία στην πανδημία.
Στο δεύτερο κεφάλαιο το Βαρόμετρο αναδεικνύει βαθιές διαφορές ως προς τον τρόπο με τον οποίο η πανδημία επηρέασε τη ζωή των κοινοτήτων.
Η περιφέρεια Severovýchod ήταν η περιφέρεια με τα περισσότερα κρούσματα, αλλά η Valle d’Aosta ήταν εκείνη στην οποία καταγράφηκε ο υψηλότερος αριθμός θανάτων ανά 100.000 κατοίκους.
Η κοινότητα Μαδρίτης ήταν η περιφέρεια με την υψηλότερη υπερβάλλουσα θνησιμότητα το 2020 σε σύγκριση με τον μέσο αριθμό θανάτων κατά τα προηγούμενα τέσσερα χρόνια.
Γενικά, το 2020 η ζωή στην ύπαιθρο ήταν ασφαλέστερη απ’ ό,τι στην πόλη. Τα αστικά κέντρα είναι καλύτερα εξοπλισμένα όσον αφορά την υγειονομική περίθαλψη, αλλά στις αγροτικές περιοχές καταγράφηκαν χαμηλότερα ποσοστά υπερβάλλουσας θνησιμότητας και υψηλότερο επίπεδο προσαρμογής στην αλλαγή.
Στο τρίτο κεφάλαιο επισημαίνεται πως οι περιφέρειες παραβλέπονται στα εθνικά σχέδια ανάκαμψης, θέτοντας σε κίνδυνο την ανάκαμψη και τους οικολογικούς στόχους της ΕΕ.
Μόνο μια μειονότητα οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) σε ολόκληρη την Ευρώπη κλήθηκαν από τα κράτη-μέλη τους να εκφέρουν γνώμη κατά την προετοιμασία των εθνικών σχεδίων ανάκαμψης και ανθεκτικότητας (ΕΣΑΑ), προστίθεται. Μεταξύ αυτών, λίγοι ήταν εκείνοι που είδαν τη συμβολή τους να λαμβάνεται υπόψη στα σχετικά ΕΣΑΑ.
Ενώ η Γερμανία, το Βέλγιο και η Πολωνία χρησιμοποίησαν πολυδεκτική προσέγγιση απέναντι στους ΟΤΑ, η Ιταλία, η Ισπανία, η Γαλλία και η Κροατία δεν έπραξαν το ίδιο. Σε ορισμένες χώρες, οι συνολικές πιστώσεις του προϋπολογισμού για οικολογικές πολιτικές και για την πράσινη μετάβαση απορροφούν κατά μέσο όρο 41% του προϋπολογισμού των ΕΣΑΑ.
Ωστόσο, ευρύτερη ανάλυση των εθνικών σχεδίων δείχνει πως θα έπρεπε να ευθυγραμμίζονται καλύτερα με την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, καθώς πολλά εξ αυτών κινδυνεύουν να μην επιτύχουν τον στόχο του 37% όσον αφορά τις δαπάνες για το κλίμα.
Η ελλιπής διαβούλευση με τους δήμους – που αποτελούν μία από τις κινητήριες δυνάμεις για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής – εγείρει σοβαρές ανησυχίες σχετικά με την ικανότητα των σχεδίων να αντιμετωπίσουν τα πλέον επείγοντα προβλήματα επί τόπου, τονίζεται.
Το τέταρτο κεφάλαιο αναφέρεται στο ψηφιακό χάσμα μεταξύ αστικών και αγροτικών περιοχών μπορεί να απειλήσει την ανάκαμψη και πως απαιτείται επειγόντως στήριξη της «ψηφιακής συνοχής».
Ειδικότερα, σημειώνεται πως η πανδημία έφερε στο φως ένα δραματικό χάσμα μεταξύ των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης που είναι ήδη σε θέση να αξιοποιήσουν πλήρως το δυναμικό του ψηφιακού μετασχηματισμού για την υποστήριξη της ανάπτυξης και της καινοτομίας των επιχειρήσεων, καθώς και για την εξυπηρέτηση των πολιτών τους, και εκείνων που δεν έχουν ακόμα ψηφιοποιηθεί πλήρως.
Σύμφωνα με το Βαρόμετρο, η συνολική κάλυψη των νοικοκυριών της ΕΕ με ψηφιακά δίκτυα πολύ υψηλής δυναμικότητας ανέρχεται σε 44% στις αστικές περιοχές, έναντι 20% στις αγροτικές περιοχές. Το χάσμα μεταξύ πόλεων και υπαίθρου όσον αφορά τα άτομα που χρησιμοποιούν καθημερινά το διαδίκτυο είναι ιδιαίτερα ευρύ στη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Ελλάδα και την Πορτογαλία.
Στο άλλο άκρο, η Σουηδία, η Φινλανδία και η Δανία εμφανίζουν τα πιο συνεκτικά αποτελέσματα. Οι προσπάθειες που καταβάλλονται σε ενωσιακό και εθνικό επίπεδο παραμένουν ανεπαρκείς: μόνο η Γερμανία, η Σουηδία, οι Κάτω Χώρες και το Βέλγιο εμφανίζουν άμβλυνση του χάσματος, μεταξύ πόλεων και υπαίθρου, ενώ αυτό παραμένει σημαντικό σε όλα τα άλλα κράτη μέλη της ΕΕ.
Το πέμπτο κεφάλαιο εστιάζει στη φτώχεια λόγω COVID-19 και στον κίνδυνο για μια χαμένη γενιά, ενώ στο έκτο αναφέρεται πως οι τοπικοί και οι περιφερειακοί πολιτικοί φρονούν πως δεν διαθέτουν επαρκή βαρύτητα στην ΕΕ και επιθυμούν να ασκούν μεγαλύτερη επιρροή στις πολιτικές.
Εννέα στους δέκα θεωρούν (πολύ) σημαντικό να ασκούν οι δήμοι και οι περιφέρειες μεγαλύτερη επιρροή στην εθνική διαδικασία χάραξης πολιτικής.
Επίσης, εννέα στους δέκα επιθυμούν ευκολότερη πρόσβαση στα κονδύλια της ΕΕ, τέσσερις στους πέντε θεωρούν πως οι υποεθνικές αρχές πρέπει να διαθέτουν μεγαλύτερη επιρροή στις πολιτικές της ΕΕ. Τέλος, επτά στους δέκα θα επικροτούσαν τη στήριξη της ΕΕ στη δική τους διαδικασία χάραξης πολιτικής.