Στο τέλος του 2020, το υψηλότερο ποσοστό των νεότερων επιβατικών αυτοκινήτων (δύο έτη και λιγότερο) μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ ταξινομήθηκε στο Λουξεμβούργο (22 % του συνόλου των επιβατικών αυτοκινήτων στο Λουξεμβούργο).
Ακολουθούν η Γαλλία, η Αυστρία, η Ιρλανδία, το Βέλγιο και η Σουηδία (μεταξύ 16 % και 17 %).
Εν τω μεταξύ, τα υψηλότερα ποσοστά επιβατικών αυτοκινήτων ηλικίας 2 έως 5 ετών καταγράφηκαν στο Λουξεμβούργο και την Ιρλανδία (28 %) και στο Βέλγιο (24 %).
Από την άλλη πλευρά, τα υψηλότερα ποσοστά των παλαιότερων επιβατικών αυτοκινήτων (20 ετών και άνω) ταξινομήθηκαν στην Πολωνία (40 %), την Εσθονία (33 %) και τη Φινλανδία (28 %).
Κατά τον συνδυασμό των δύο μεγαλύτερων ηλικιακών κατηγοριών, το μεγαλύτερο ποσοστό επιβατικών αυτοκινήτων ηλικίας άνω των 10 ετών ταξινομήθηκε στη Λιθουανία (81 %), ακολουθούμενη από τη Ρουμανία (80 %) και την Πολωνία (78 %). Αυτό έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το Λουξεμβούργο (24 %), την Ιρλανδία (29 %) και το Βέλγιο (32 %), όπου τα μερίδια αυτά είναι λιγότερα από το ένα τρίτο του στόλου.
Τα τελευταία χρόνια, διάφορες χώρες προσέφεραν προγράμματα στήριξης της αγοράς καινούργιων αυτοκινήτων με χαμηλές εκπομπές ρύπων, ενώ παράλληλα διέλυσαν τα παλιά αυτοκίνητα των ιδιοκτητών.
Γενικός στόχος των προγραμμάτων αυτών ήταν η ανανέωση του στόλου επιβατικών αυτοκινήτων με αυτοκίνητα με χαμηλότερες εκπομπές ρύπων, ενώ ταυτόχρονα τονώνει την οικονομία. Ωστόσο, η ανανέωση του στόλου παρεμποδίστηκε από περιορισμούς που σχετίζονται με την πανδημία COVID-19 και τις διαταραχές της αλυσίδας εφοδιασμού.
Μεθοδολογικές σημειώσεις
- Βουλγαρία, Ελλάδα και Σλοβακία: τα δεδομένα δεν είναι διαθέσιμα
- Λουξεμβούργο, Ιρλανδία, Τσεχία και Ιταλία: η κατηγορία «από 10 έως 20 έτη» περιλαμβάνει επίσης την κατηγορία «άνω των 20 ετών».