Από σήμερα Τρίτη 1 Νοεμβρίου τίθεται σε ισχύ η πράξη της ΕΕ για τις ψηφιακές αγορές (DMA). Ο νέος κανονισμός “θα θέσει τέλος στις αθέμιτες πρακτικές των εταιρειών που ενεργούν ως ρυθμιστές της πρόσβασης στην οικονομία των επιγραμμικών πλατφορμών‘.
Ο κανονισμός προτάθηκε από την Επιτροπή τον Δεκέμβριο του 2020 και συμφωνήθηκε σε χρόνο ρεκόρ από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο τον Μάρτιο του 2022.
Ο αυξανόμενος ρόλος των πλατφορμών που παρέχουν επιγραμμικές υπηρεσίες διαμεσολάβησης, π.χ. Amazon, αλλά και των μηχανών αναζήτησης στην ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου και, γενικότερα, της ψηφιακής επιχειρηματικότητας οδήγησε στην ανάγκη ρύθμισης των σχέσεών τους με τις επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες τους σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Ο νέος κανονισμός θα θέσει τέλος στις αθέμιτες πρακτικές των εταιρειών που ενεργούν ως ρυθμιστές της πρόσβασης στην οικονομία των επιγραμμικών πλατφορμών.
Ο κανονισμός προτάθηκε από την Επιτροπή τον Δεκέμβριο του 2020 και συμφωνήθηκε σε χρόνο ρεκόρ από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο τον Μάρτιο του 2022.
Οι νέοι κανόνες εν συντομία
Χρήστες Ευρωπαίοι πολίτες
Τι είναι οι Πλατφόρμες – Επιγραμμικές αγορές*
Οι καταναλωτές αγοράζουμε όλο και περισσότερο υπηρεσίες και προϊόντα, μέσω διαδικτύου και ειδικά μέσω πλατφορμών.
Πλατφόρμα είναι η «επιγραμμική αγορά δηλαδή η υπηρεσία η οποία χρησιμοποιεί λογισμικό, συμπεριλαμβανομένου ιστότοπου, μέρους ιστότοπου, ή εφαρμογής, το οποίο χειρίζεται έμπορος, ή άλλος εξ’ ονόματος του εμπόρου και η οποία επιτρέπει στους καταναλωτές να συνάπτουν εξ’ αποστάσεως συμβάσεις, με άλλους εμπόρους ή καταναλωτές» (Οδηγία 2019/2161/ΕΚ άρθρο3(1), η οποία θα εφαρμοστεί 28/5/2022).
Όταν πρωτοεμφανίστηκε το ηλεκτρονικό εμπόριο οι αγορές αυτές γίνονταν στις ιστοσελίδες των εταιριών που είχαν, επίσης, συμβατικά καταστήματα, σε κεντρικές οδούς μεγάλων πόλεων. Σήμερα, οι καταναλωτές αλλάζουμε ριζικά την αγοραστική μας συμπεριφορά.
Όλο και περισσότεροι παραγγέλνουμε προϊόντα και υπηρεσίες από διαδικτυακές αγορές (επιγραμμικές αγορές δηλαδή πλατφόρμες) και τα οποία αγαθά αποστέλλονται στην Ευρώπη, απευθείας στους καταναλωτές, από χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι αγορές πλέον, δε γίνονται μόνο μέσω πλατφορμών ηλεκτρονικού εμπορίου, όπως Amazon, AliExpress, wish.com, ή Ebay, αλλά επίσης μέσω κοινωνικών δικτύων, όπως το instagram.
Επιπλέον, οι απάτες αυξάνονται. Διαδικτυακά καταστήματα ιδρύονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση, από πωλητές που ισχυρίζονται ότι είναι ευρωπαικές εταιρίες, αλλά στην πραγματικότητα, παραγγέλνουν αγαθά σε πλατφόρμες από την Κίνα και τα πωλούν στους καταναλωτές, σε υψηλότερες τιμές, από ότι τα ίδια αγαθά πωλούνται για παράδειγμα στην πλατφόρμα wish.com.Αυτό το φαινόμενο παρατηρήθηκε στη Δανία και στη Γαλλία.
Υπάρχει, επίσης, ο φόβος ότι πολλά από τα προϊόντα δε συμμορφώνονται, με την Ευρωπαϊκή νομοθεσία και τα τεχνικά πρότυπα που εφαρμόζονται, καθώς και το περιβάλλον.
Ενώ κατασκευαστές και διανομείς, με έδρα τη Ευρωπαϊκή Ένωση, μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνοι για την ασφάλεια των αγαθών τους και τη συμμόρφωσή τους με την ευρωπαϊκή νομοθεσία, συχνά οι πωλητές με έδρα εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως οι πλατφόρμες ηλεκτρονικού εμπορίου αρνούνται να αναλάβουν την ευθύνη για τη συμμόρφωση με τη νομοθεσία των αγαθών που πωλούνται στις πλατφόρμες.
Σημαντική πύλη μεταξύ επιχειρηματικών χρηστών και καταναλωτών
Η πράξη για τις ψηφιακές αγορές ορίζει πότε μια μεγάλη επιγραμμική πλατφόρμα πληροί τα κριτήρια του «ρυθμιστή της πρόσβασης». Ως ρυθμιστές της πρόσβασης νοούνται οι ψηφιακές πλατφόρμες που αποτελούν σημαντική πύλη μεταξύ επιχειρηματικών χρηστών και καταναλωτών, η θέση των οποίων τους παρέχει δυνητικά την εξουσία να ενεργούν ως ιδιωτικοί θεσπιστές κανόνων και να προκαλούν κατ’ αυτόν τον τρόπο σημεία συμφόρησης στην ψηφιακή οικονομία.
Για την αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων, η πράξη για τις ψηφιακές αγορές θα καθορίσει μια σειρά υποχρεώσεων που οι ρυθμιστές της πρόσβασης θα πρέπει να τηρούν, απαγορεύοντάς τους, μεταξύ άλλων, να επιδίδονται σε ορισμένες συμπεριφορές.
Ορισμός ρυθμιστών της πρόσβασης
Οι εταιρείες που διαχειρίζονται μία ή περισσότερες από τις αποκαλούμενες «βασικές υπηρεσίες πλατφόρμας» οι οποίες απαριθμούνται στην πράξη για τις ψηφιακές αγορές θεωρούνται ως ρυθμιστές της πρόσβασης, εφόσον πληρούν τις απαιτήσεις που περιγράφονται κατωτέρω.
Οι υπηρεσίες αυτές είναι: επιγραμμικές υπηρεσίες διαμεσολάβησης όπως καταστήματα εφαρμογών, επιγραμμικές μηχανές αναζήτησης, υπηρεσίες κοινωνικής δικτύωσης, ορισμένες υπηρεσίες ανταλλαγής μηνυμάτων, υπηρεσίες πλατφόρμας διαμοιρασμού βίντεο, εικονικοί βοηθοί, φυλλομετρητές, υπηρεσίες νεφοϋπολογιστικής, λειτουργικά συστήματα, επιγραμμικές αγορές και υπηρεσίες διαφήμισης.
Υπάρχουν τρία βασικά κριτήρια που εντάσσουν μια εταιρεία στο πεδίο εφαρμογής της πράξης για τις ψηφιακές αγορές:
- Μέγεθος με αντίκτυπο στην εσωτερική αγορά: όταν η εταιρεία επιτυγχάνει ορισμένο ετήσιο κύκλο εργασιών στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) και παρέχει βασική υπηρεσία πλατφόρμας σε τουλάχιστον τρία κράτη μέλη της ΕΕ·
- Έλεγχος σημαντικής ψηφιακής πύλης για τους επιχειρηματικούς χρήστες προς τους τελικούς καταναλωτές: όταν η εταιρεία παρέχει βασική υπηρεσία πλατφόρμας σε περισσότερους από 45 εκατομμύρια μηνιαίους ενεργούς τελικούς χρήστες εγκατεστημένους ή ευρισκόμενους εντός της ΕΕ και σε περισσότερους από 10 000 ετήσιους ενεργούς επιχειρηματικούς χρήστες εγκατεστημένους εντός της ΕΕ·
- Παγιωμένη και διαρκής θέση: στην περίπτωση που η εταιρεία πληρούσε το δεύτερο κριτήριο κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων ετών.
Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία ορισμού ρυθμιστών της πρόσβασης διατίθενται στις ερωτήσεις και απαντήσεις σχετικά με την πράξη για τις ψηφιακές αγορές.
Σαφής κατάλογος του τι πρέπει να εφαρμόζεται και τι να αποφεύγεται
Η πράξη για τις ψηφιακές αγορές καταρτίζει κατάλογο με τις πρακτικές που θα πρέπει να εφαρμόζουν ή να αποφεύγουν οι ρυθμιστές της πρόσβασης στις καθημερινές τους δραστηριότητες για τη διασφάλιση δίκαιων και ανοικτών ψηφιακών αγορών.
Οι υποχρεώσεις αυτές θα συνδράμουν τις εταιρείες δημιουργώντας προς όφελός τους δυνατότητες διεκδίκησης των αγορών και ανταγωνισμού των ρυθμιστών της πρόσβασης με βάση τα πλεονεκτήματα των προϊόντων και των υπηρεσιών τους, παρέχοντάς τους μεγαλύτερο περιθώριο καινοτομίας.
Υπάρχουν διάφορες πρακτικές των ρυθμιστών της πρόσβασης που συνιστούν δυνητικό φραγμό για τον ανταγωνισμό, με αποτέλεσμα τον περιορισμό της καινοτομίας, τον υποβιβασμό της ποιότητας και την αύξηση των τιμών.
Στις πρακτικές αυτές συγκαταλέγονται η ευνοϊκή μεταχείριση των δικών τους υπηρεσιών ή η παρεμπόδιση των επιχειρηματικών χρηστών των υπηρεσιών τους να προσεγγίσουν τους καταναλωτές.
Όταν οι ρυθμιστές της πρόσβασης ασκούν αθέμιτες πρακτικές, όπως η επιβολή αθέμιτων όρων πρόσβασης στο κατάστημα εφαρμογών τους ή η παρεμπόδιση της εγκατάστασης εφαρμογών από άλλες πηγές, οι καταναλωτές είναι πιθανό να πληρώνουν περισσότερα ή να στερούνται ουσιαστικά τα οφέλη που θα μπορούσαν να αποκομίσουν από εναλλακτικές υπηρεσίες.